- αλόη
- Πολυετές φυτό της οικογένειας των αειλιιδών. Το γένος α. περιλαμβάνει περισσότερα από 175 είδη, ιθαγενή κυρίως των ξερών περιοχών της Αφρικής. Στην Ελλάδα είναι αυτοφυής η α. η γνήσια, καλλιεργούνται όμως και άλλα είδη. Τα είδη της α., μερικά από τα οποία καλλιεργούνται ως διακοσμητικά, φτάνουν κάποτε σε ύψος αρκετών μέτρων. Τα άνθη τους, κίτρινα, κόκκινα ή πρασινωπά, σχηματίζουν σταχυόμορφο βότρυ (τσαμπί), επάκριο, απλό ή διακλαδισμένο βοτρυοειδώς. Τα φύλλα τους είναι σαρκώδη και κατά κανόνα αγκαθωτά στην περιφέρεια, και σχηματίζουν έναν συμπαγή ρόδακα· φύονται γύρω από τον βλαστικό άξονα, στη βάση ή στην κορυφή του. Από τα φύλλα ορισμένων ειδών α. εξάγεται η ομώνυμη, γνωστή από την αρχαιότητα, πολύ πικρή ουσία, που χρησιμοποιείται ως καθαρτικό, αλλά και για vα ανοίγει την όρεξη και να διευκολύνει την πέψη.
Αλόη η βαινέσια, με τον ρόδακα φύλλων στην κορυφή των βλαστών (φωτ. Sonar).
Αλόη η θηριώδης, της νότιας Αφρικής, από τα ωραιότερα σαρκώδη διακοσμητικά φυτά, που καλλιεργείται στις εύκρατες και θερμές χώρες (φωτ. Cascio).
* * *η (Α ἀλόη) (νεοελλ. και αλοή και αλουή)ονομασία διαφόρων φυτών, με θεραπευτικές ιδιότητες, από τα οποία γνωστότερη είναι η αλόη τών φαρμακείωννεοελλ.πικρή γεύση, φαρμάκι.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ. πιθανώς ανατολικής προελεύσεως.ΠΑΡ. μσν. ἀλοηδάριοννεοελλ.αλοΐνες, αλοΐτης].
Dictionary of Greek. 2013.